μελάνη — (5ος αι. μ.Χ.). Ρωμαία φιλάνθρωπος και οσία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Υπήρξε μία από τις χαρακτηριστικότερες περιπτώσεις φιλάνθρωπων της παλαιοχριστιανικής περιόδου, οι οποίοι ανέπτυξαν μεγάλη κοινωνική δράση επηρεασμένοι από τη χριστιανική… … Dictionary of Greek
μελάνη — η το μελάνι (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μελανῇ — Μελανῆι , Μελανεύς masc dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελανή — μελανός black pigment fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελάνη — μελανέω pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) μελανέω imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελανῆι — μελανῇ , μελαίνω blacken fut ind mid 2nd sg μελανῇ , μελανέω pres subj mp 2nd sg μελανῇ , μελανέω pres ind mp 2nd sg μελανῇ , μελανέω pres subj act 3rd sg μελανῇ , μελανός black pigment fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
λιθογραφία — Τεχνική αναπαραγωγής σχεδίων ή κειμένων σε φύλλα χαρτιού. Το σχέδιο εκτελείται με ειδική μελάνη ή λιπαρό μολύβι (λιθογραφικό μολύβι) στην επιφάνεια μίας παχιάς λειασμένης πλάκας από σκληρό και ομοιογενή ασβεστόλιθο. Οι βασικές μέθοδοι λ. είναι… … Dictionary of Greek
σίναπι — Όνομα με το οποίο είναι γνωστά τα φυτά σίναπις η λευκή και σίναπις η μελάνη, που ανήκουν στην οικογένεια των Σταυρανθών ή Κρουτσιφόρων (δικοτυλήδονα) και είναι πόες άγριες και κοινές, ακόμα και στα ακαλλιέργητα εδάφη των εύκρατων περιοχών. Η… … Dictionary of Greek
σινάπι — Όνομα με το οποίο είναι γνωστά τα φυτά σίναπις η λευκή και σίναπις η μελάνη, που ανήκουν στην οικογένεια των Σταυρανθών ή Κρουτσιφόρων (δικοτυλήδονα) και είναι πόες άγριες και κοινές, ακόμα και στα ακαλλιέργητα εδάφη των εύκρατων περιοχών. Η… … Dictionary of Greek